- πιεζογραφία
- η, Ν(φυσ -τεχνολ.) τεχνική που συνίσταται στην καταγραφή τής πίεσης με τη βοήθεια ενός πιεζογράφου και χρησιμοποιείται κυρίως στη φυσιολογία για τη μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης και τών μεταβολών της, καθώς και για τη μελέτη τής μυϊκής συστολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezographie < πιέζω + -γραφία*].
Dictionary of Greek. 2013.