πιεζογραφία

πιεζογραφία
η, Ν
(φυσ -τεχνολ.) τεχνική που συνίσταται στην καταγραφή τής πίεσης με τη βοήθεια ενός πιεζογράφου και χρησιμοποιείται κυρίως στη φυσιολογία για τη μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης και τών μεταβολών της, καθώς και για τη μελέτη τής μυϊκής συστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezographie < πιέζω + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”